- πυρπολημα
- πυρπόλημαπυρ-πόλημα-ατος τό сигнальный или сторожевой огонь Eur.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πυρπόλημα — ήματος, τὸ, Α [πυρπολῶ] νυχτερινός πυρσός για αυτούς που ταξιδεύουν διά μέσου τής θάλασσας … Dictionary of Greek
πυρπολήματα — πυρπόλημα watch fire neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)